- Νόννου
- ΝόννοςFouilles de Doura-Europosmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νόννου — νόννος Fouilles de Doura Europos masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύξενος — (2ος αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος. Επικεφαλής αποικιστικού στόλου τριηρών, έφτασε στον Λακυδώνα Λιμένα (σημερινή Μασσαλία) και έγινε δεκτός από τους κατοίκους που είχαν ελληνική ανατροφή. Αγαπήθηκε εκεί από τη Γυπτίδα (ή Πέττα, ή Αριστοξένη), κόρη του … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek